ΟΥΝΕΣΚΟ

ΟΥΝΕΣΚΟ
(UNESCO, από τα αρχικά του αγγλικού τίτλου United Nations Educational Scientific and Cultural Organization). Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών, που εδρεύει στο Παρίσι. Δημιουργήθηκε το 1946 από 44 χώρες που είχαν συμμετάσχει στη διάσκεψη του Λονδίνου (16 Νοεμβρίου 1945), με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εθνών, δια της ενιαίας δράσης στα πεδία του πολιτισμού, της εκπαίδευσης και της επιστήμης, και την υποβοήθηση της διατήρησης της ειρήνης και της ασφάλειας στον κόσμο. Το 1985 οι Ηνωμένες Πολιτείες απεχώρησαν κατηγορώντας την ΟΥΝΕΣΚΟ για αντιδυτική πολιτική. Ήταν η περίοδος όπου τα περισσότερα κράτη του Τρίτου Κόσμου αντιδρούσαν στον έλεγχο των ΗΠΑ. Για την πραγματοποίηση του σκοπού που έθεσε η ιδρυτική της πράξη, η δράση της ΟΥΝΕΣΚΟ διέπεται από ορισμένες βασικές αρχές, που προβλέπουν κυρίως την επέκταση της δωρεάν και υποχρεωτικής παιδείας στην κατώτερη βαθμίδα, την αμοιβαία κατανόηση των πνευματικών αξιών της Ανατολής και της Δύσης (μια έκφραση της αρχής αυτής ήταν η έκδοση της Ιστορίας της ανθρωπότητας και άλλων έργων, γραμμένων από επιστήμονες, όλου του κόσμου) και την ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας, προσανατολισμένης στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των λαών. Τα οικονομικά μέσα για την πραγματοποίηση των σκοπών της αυτών, η ΟΥΝΕΣΚΟ τα εξασφαλίζει από τις εισφορές των κρατών-μελών του OHE καθώς και από δωρεές δημόσιων ή ιδιωτικών οργανώσεων (ο προϋπολογισμός της πλησιάζει τα 100 εκατ. δολ.). Η οργάνωση λειτουργεί με τρία βασικά όργανα: τη γενική συνέλευση, το εκτελεστικό συμβούλιο και τη γενική γραμματεία. Η πρώτη, η οποία συγκροτείται από τους αντιπροσώπους όλων των κρατών-μελών, εκλέγει το διοικητικό συμβούλιο, ψηφίζει την εισδοχή νέων μελών, διατυπώνει τα προγράμματα, ψηφίζει τον προϋπολογισμό κ.ά. Η γενική συνέλευση συνέρχεται τακτικά κάθε δύο χρόνια και έκτακτα αν το ζητήσει το εκτελεστικό συμβούλιο ή το ένα τρίτο των μελών. Το εκτελεστικό συμβούλιο, που αποτελείται από 24 μέλη εκλεγόμενα από τη γενική συνέλευση για τετραετή θητεία, ασκεί καθήκοντα ελέγχου. Η γραμματεία, που έχει ανατεθεί σε ένα γενικό διευθυντή που εκλέγεται επίσης από τη γενική συνέλευση, υποβάλλει τα προγράμματα στο εκτελεστικό συμβούλιο, διορίζει και διευθύνει το προσωπικό, υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις για τη δράση της οργάνωσης κ.ά. Το μέγαρο όπου στεγάζονται τα γραφεία της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Παρίσι. Η διεθνής αυτή οργάνωση ασχολείται αποκλειστικά με ζητήματα παιδείας, επιστημών και καλών τεχνών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • Μεκνές — (Meknes, αραβ. Μικνάς). Πόλη (459.958 κάτ. το 1994) του βόρειου Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (79.210 τ. χλμ., 2.065.000 κάτ. το 2000). Eίναι κτισμένη σε υψόμετρο 530 μ., σε ένα εύφορο οροπέδιο που περικλείεται στα Β από την οροσειρά… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • κουμάσι — (Κumasi). Πόλη (929.100 κάτ. το 2002) της Γκάνα, πρωτεύουσα της επαρχίας Ασάντι. Εκτείνεται σε λοφώδεις πεδιάδες ανάμεσα στους δύο βραχίονες του ποταμού Σουμπίν, σε απόσταση 220 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί εμπορικό και συγκοινωνιακό κόμβο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”